ἀνδρόσαιμον
Look at other dictionaries:
ἀνδρόσαιμον — St. John s wort neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδροσαίμου — ἀνδρόσαιμον St. John s wort neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
androsemo — (del lat. «androsaemon», del gr. «andrósaimon») m. *Todabuena (planta gutífera). * * * androsemo. (Del lat. androsaemon, y este del gr. ἀνδρόσαιμον, der. de ἀνήρ, ἀνδρός, hombre, varón, y αἷμα, sangre). m. todabuena … Enciclopedia Universal
άνδρας — και άντρας, ο (Α ἀνήρ) 1. αρσενικός άνθρωπος (σ’ αντίθεση με τη γυναίκα) 2. ομόκλινος, σύζυγος 3. ανδρείος, γενναίος, παληκάρι 4. αυτός που μπήκε στην αντρική ηλικία, ενήλικος, ώριμος 5. στρατιώτης, οπλίτης 6. φρ. «κατ’ ἄνδρα», ένας ένας με τη… … Dictionary of Greek
υπέρεικος — ὁ, και ὑπέρεικον, τὸ, Α ονομασία φρυγανοειδούς θάμνου, αλλ. ἀνδρόσαιμον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἐρείκη «ρείκι, φρυγανοειδής θάμνος». Η λ. απαντά και ως ουδ. ὑπέρεικον και με τη γρφ. ὑπερικόν*] … Dictionary of Greek
androsemo — (Del lat. androsaemon, y este del gr. ἀνδρόσαιμον, der. de ἀνήρ, ἀνδρός, hombre, varón, y αἷμα, sangre). m. todabuena … Diccionario de la lengua española